- κανονιστικός
- -ή, -όαυτός που γίνεται για να κανονίσει κάτι, ρυθμιστικός, εξομαλυντικός: Περιμένουμε την έκδοση κανονιστικού διατάγματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κανονιστικός — ή, ὁ (Α κανονιστικός, ή, όν) ο αρμόδιος για κανονισμό, για ρύθμιση (νεολλ.) φρ. «κανονιστικά διατάγματα» τα διατάγματα που καθορίζουν λεπτομερώς την εφαρμογή ενός νόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κανονιστός < κανονίζω] … Dictionary of Greek
κανονιστικοί — κανονιστικός regulative masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κανονιστικοῦ — κανονιστικός regulative masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τακτικός — ή, ό / τακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και ταχτικός, ή, ό, Ν [τάσσω] νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει κατά ορισμένο τρόπο ή σε ορισμένο χρόνο, σε αντιδιαστολή με τον έκτακτο (α. «κάθε απόγευμα κάνει τον τακτικό του περίπατο» β. «τακτική συνέλευση» γ.… … Dictionary of Greek